- κογχυλιατός
- κογχῠλ-ιᾱτός, ή, όν,A = -ιωτός, PLeid.X.95.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κογχυλιατός — κογχυλιατός, ή, όν (Α) κογχυλιωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κογχυλιωτός*] … Dictionary of Greek